- πρόσπτωσις
- (-εως) η наталкивание (на что-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρόσπτωσις — falling fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπτώσει — πρόσπτωσις falling fem nom/voc/acc dual (attic epic) προσπτώσεϊ , πρόσπτωσις falling fem dat sg (epic) πρόσπτωσις falling fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπτώσεις — πρόσπτωσις falling fem nom/voc pl (attic epic) πρόσπτωσις falling fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσπτωσιν — πρόσπτωσις falling fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσπτωση — η / πρόσπτωσις, ώσεως, ΝΑ [προσπίπτω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσπίπτω, η πτώση πάνω σε κάτι 2. πρόσκρουση, σύγκρουση με κάτι ή πάνω σε κάτι νεοελλ. 1. φυσ. η άφιξη ενός κινούμενου σώματος ή, συνήθως, μιας δέσμης ηλεκτρομαγνητικής ή… … Dictionary of Greek
προσπτώσεως — προσπτώσεω̆ς , πρόσπτωσις falling fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)